- στεινοπόρος
- -ον, Αβλ. στενοπόρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στενόπορος — και ιων. τ. στεινόπορος, ον, Α 1. αυτός που έχει στενό πέρασμα ή στενή έξοδο («διὰ κυανέας στενοπόρου πέτρας», Ευρ.) 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στενόπορα τα στενά περάσματα, οι στενές διαβάσεις, οι στενωποί. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + πορος… … Dictionary of Greek